despliegue - ορισμός. Τι είναι το despliegue
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι despliegue - ορισμός


despliegue         
despliegue
1 m. Acción y efecto de desplegar (desarrollar): "No comprendo el despliegue de tanta actividad".
2 Acción y efecto de desplegar (desarrollar o mostrar una cualidad): "Un despliegue de astucia".
3 Acción de exponer algo o de ponerlo de manera que sea visto y apreciado: "La fiesta fue un despliegue de riqueza. La feria será un despliegue de los últimos adelantos industriales". Demostración, exhibición, ostentación.
despliegue         
despliegue         
sust. masc.
1) Acción y efecto de desplegar.
2) Ostentación, demostración de fuerza, riqueza, buen gusto, etcétera, para que sea conocido y admirado.

Βικιπαίδεια

Despliegue
Despliegue puede referirse a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για despliegue
1. Todo este despliegue no debe confundirnos, advierte.
2. Al inicio su despliegue ofensivo fue bueno y rápido.
3. Fotógrafo y periodista se asombran de tamaño despliegue.
4. El despliegue policial permitió ubicar a los delincuentes y detenerlos.
5. Tamaño despliegue comenzó a consumirse a la par del programa.
Τι είναι despliegue - ορισμός